ακροκελαινιώ

ακροκελαινιώ
ἀκροκελαινιῶ, -άω (Α)
(μόνο στη μτχ. ἀκροκελαινιόων) (για τα κύματα) αυτός που σκουραίνει, που γίνεται μαύρος κατά την επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + κελαινιῶ (-άω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”